Ζώντας με τη Γεροντική Άνοια


Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των ηλικιωμένων, που πλησιάζει, καθώς γιορτάζεται την 1η του Οκτώβρη, αποφάσισα να ασχοληθώ με  ένα θέμα το οποίο είναι στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων άμεσα συνδεδεμένο με το γήρας: την άνοια. Αυτό που θα μας απασχολήσει ωστόσο εδώ δεν είναι κάποιες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις για ανοικούς αλλά οι συνέπειες που έχει η άνοια στη σχέση μεταξύ του ασθενούς και του φροντιστή του, κι αυτό υπό το πρίσμα της ελληνικής κουλτούρας που θέλει τη φροντίδα των ανοικών ηλικιωμένων να λαμβάνει χώρα στο σπίτι, από τα παιδιά ή τον/την σύζυγο του/της  ηλικιωμένου/ης, στις περισσότερες περιπτώσεις.

Άνοια είναι ένας  όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα συμπτώματα μιας μεγάλης ομάδας ασθενειών που προκαλούν σταδιακή παρακμή στη λειτουργία ενός ατόμου. Είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απώλεια της μνήμης, διανοητικότητας, λογικής, κοινωνικότητας και αυτών που θεωρούνται φυσιολογικές συναισθηματικές αντιδράσεις.

Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η άνοια δεν αποτελεί μια φυσιολογική εξέλιξη των γηρατειών. Είναι μια ασθένεια που  μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε άτομο, αλλά είναι συνηθέστερη μετά την ηλικία των 65 χρονών.  Υπάρχουν πολλοί τύποι άνοιας και πολλές παθολογικές καταστάσεις που έχουν την άνοια ως συνέπειά τους. Συνηθέστερος τύπος είναι η άνοια η οφειλόμενη στη νόσο Αλτσχάιμερ (Alzheimers disease). Πρόκειται για μια σταδιακή εκφυλιστική νόσο που προσβάλει τον εγκέφαλο και προκαλεί τη νέκρωση των εγκεφαλικών κυττάρων, έχοντας σα συνέπεια αρχικά το άτομο να μη μπορεί να θυμηθεί και να αφομοιώσει πληροφορίες και σε πιο προχωρημένα στάδια να χάνονται βασικές λειτουργίες και ικανότητες.

Σχεδόν αυτονόητα η άνοια προσβάλλοντας τον εγκέφαλο προκαλεί σαρωτικές αλλαγές στην προσωπικότητα του ασθενούς. Αυτό είναι ένα στοιχείο που όσον αφορά στη διαδικασία της φροντίδας και στη διάσταση της σχέσης ανάμεσα σε φροντιστή και ασθενή  διακρίνει την άνοια από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια που χρήζει μακροχρόνιας φροντίδας.

 Η αλλαγή της προσωπικότητας του ασθενούς δημιουργεί μια ιδιόμορφή συνθήκη: μια αίσθηση απουσίας του ασθενούς με την ταυτόχρονη σωματική του παρουσία. Με άλλα λόγια ο /η σύντροφος της ζωής του ασθενούς ή τα παιδιά του βρίσκονται στην ιδιαίτερα δύσκολη θέση να φροντίζουν εντατικά ένα άτομο που «δεν είναι πια ο άνθρωπός τους» ενώ ταυτόχρονα «είναι ο άνθρωπός τους». Αυτή η συνθήκη μπορεί να οδηγήσει σε ένα περιπεπλεγμένο, επώδυνο, μακροχρόνιο πένθος, ένα πένθος για το πρόσωπο που χάθηκε, το οποίο όμως (πένθος) δε βιώνεται αφού το πρόσωπο είναι εκεί, με έναν άλλο τρόπο. Η φυσική παρουσία του ασθενούς και η καθημερινή συνύπαρξη μαζί του δημιουργεί αρκετές φορές στους οικείους του ελπίδες βελτίωσης που όμως καταποντίζονται στους σταδιακούς εκφυλισμούς της άνοιας.

Η οδύνη που φέρει μαζί της η απώλεια του προσώπου, μαζί με τις αλλαγές στην επικοινωνία έρχονται να προστεθούν στις λειτουργικές δυσκολίες που προκύπτουν ούτως ή άλλως στη ζωή ενός φροντιστή: απώλεια της προσωπικής ελευθερίας, συρρίκνωση της προσωπικής  και της κοινωνικής ζωής σε βαθμό απομόνωσης, έκπτωση στον επαγγελματικό τομέα, οικονομική αφαίμαξη. 
Για άλλους φροντιστές  η απώλεια της σχέσης είναι πιο σημαντική, ενώ για άλλους η απώλεια της προσωπικής ελευθερίας είναι η κύρια πηγή στρες. Όπως και να το δει κανείς  οι φροντιστές των ανοικών βρίσκονται στη δυσχερή θέση να αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στους αγαπημένους τους, χωρίς να έχουν κάποιο εμφανές συναισθηματικό όφελος: ο ανοικός δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, πολλές φορές μάλιστα εξαιτίας της εγκεφαλικής του κατάστασης μπορεί να γίνει επιθετικός.

Τι είναι αυτό λοιπόν που ωθεί τους ανθρώπους σε μια τέτοια συμπεριφορά αυταπάρνησης, αν δεν υπάρχει κανένα όφελος; Η ερώτηση στο βάθος της είναι μάλλον ρητορική, όπως και οι περισσότερες ερωτήσεις που αφορούν τα κίνητρα των ανθρώπων, και η όποια προσπάθεια οριστικής απάντησής της θα ήταν μια απόπειρα μείωσης της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων πραγμάτων.  Ωστόσο θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια σημεία που θα μπορούσαν να αποτελούν παράπλευρες θετικές συνέπειες μιας τέτοιας κατάστασης.

 Η ελληνική κοινωνία διατηρεί αρκετά παραδοσιακά στοιχεία και ένα από αυτά είναι η ύπαρξη κοινωνικών δικτύων όπως αυτά των συγγενών ή της γειτονιάς, που αποτελούνται από ανθρώπους έτοιμους να συμμεριστούν της δυσκολίες της ζωής ενός οικείου τους. Η συμμετοχή των συγγενών στη φροντίδα του αρρώστου έστω για λίγες ώρες μέσα στη μέρα  αποτελεί ανακουφιστικό διάλλειμα για τον κύριο φροντιστή. Επίσης από παράδοση στην Ελλάδα οι διαγενεαλογικές σχέσεις (σχέσεις γονέων-παιδιών) παραμένουν στενές  για όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική απόσταση που μπορεί να υπάρχει και αξιολογούνται ως σημαντικές. Έτσι η φροντίδα του γονιού από τον απόγονο αποτελεί καθεαυτή σε πολλές περιπτώσεις θετική εμπειρία που μεταφράζεται στην εκπλήρωση κάποιου ηθικού χρέους. Ας μην ξεχνάμε τέλος κάποιο υλικό ώφελος που μπορεί να υπάρχει (κληρονομικά ζητήματα).

Το συμπέρασμα από τα προλεχθέντα είναι πως ανεξάρτητα από το πόσο τραυματική μπορεί να είναι η εμπειρία της φροντίδας ενός ανοικού «δικού»-σε μερικές περιπτώσεις τόσο τραυματική που οι φροντιστές παρουσιάζουν ψυχοσωματικά προβλήματα μετά το θάνατο του ασθενούς- ο καθένας που διέρχεται από μια τέτοια κατάσταση καλείται να κάνει την υποκειμενική του εκτίμηση για το τι είναι εκείνο που τον πιέζει περισσότερο, πώς θα μπορούσε να συγκροτήσει ένα υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπων γύρω του και τελικά τι νόημα θα βγάλει από όλη αυτή την εμπειρία. Από αυτή την υποκειμενική εκτίμηση θα εξαρτηθεί και ο τρόπος με τον οποίο θα ανταπεξέλθει στη διαδικασία του μακροχρόνιου αυτού πένθους.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου